Βεστφαλία

Βεστφαλία
I
(Westphalen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στους ποταμούς Ρήνο και Βέζερ. Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκε αρχικά ο δυτικός κλάδος της γερμανικής φυλής των Σαξόνων (Βεστφαλίων). Ανήκε στο δουκάτο της Σαξονίας και μετά την πτώση του Ερρίκου του Λέοντα (1180) διασπάστηκε σε διάφορα φέουδα (δουκάτο της B., επισκοπές του Μίνστερ, του Όσναμπρουκ, του Πάντερμπον, του Μίντεν κ.ά.) χωρίς ωστόσο να χάσει τα εθνογραφικά της γνωρίσματα. Το 1807 ο Ναπολέων Α’ ίδρυσε το βασίλειο της Β. με πρωτεύουσα την Κάσελ, ενώ το 1815 η Β. έγινε επαρχία της Πρωσίας με πρωτεύουσα το Μίνστερ. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο (1945) η περιοχή αυτή πέρασε στην κατοχή των Άγγλων.
Το 1949 η Β. αποτέλεσε διοικητική περιφέρεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίαςτης Γερμανίας και από το 1990 αποτελεί κρατίδιο (Βόρεια Ρηνανία-Β., 34.078 τ. χλμ., 18.000.000 κάτ. το 2002) της ενωμένης Γερμανίας και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της.
Συνθήκη της Β. Συνθήκη που συνομολογήθηκε το 1648, μεταξύ της Σουηδίας και της Γαλλίας από τη μία πλευρά και της Αγίας (Γερμανικής) Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών από την άλλη, σημειώνοντας το τέλος του Τριακονταετούς πολέμου. Ουσιαστικά, η συνθήκη αυτή σηματοδοτεί το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δίνει τα ψήγματα της δημιουργίας των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών.
«Η υπογραφή της ειρήνης της Βεστφαλίας», πίνακας του Τέρμπαχ.
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 10 Μαρτίου 1920. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,4 από τον Ήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Τριακονταετής πόλεμος — Ευρωπαϊκή σύρραξη, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε γερμανικό έδαφος, μεταξύ των ετών 1618 και 1648. Προήλθε από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε γενική πολεμική κινητοποίηση εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… …   Wikipedia

  • Liste der griechischen Bezeichnungen deutscher Orte — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ 5 Ε 6 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Exonyme für deutsche Toponyme — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ …   Deutsch Wikipedia

  • γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Αρμίνιος — (λατ. Αrminius, γερμ. Hermann, 16; π.Χ. – 19 μ.Χ.). Γερμανός ηγεμόνας. Αρχηγός των Χερούσκων, υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό και o Αύγουστος του απένειμε τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη της τάξης των ιππέων. Το 9 μ.Χ. όμως, για vα απελευθερώσει από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”